- περιφανής
- -ές, ΝΜΑ [περιφαίνω]επιφανής, ένδοξος, ξακουστός (α. «περιφανής νίκη» β. «γένει τε καὶ πλούτῳ περιφανής», Ευσ.)αρχ.1. αυτός που φαίνεται από παντού, ο περίοπτος («πόλιν... περιφανῆ ἐς θάλασσάν τε καὶ τὴν ἤπειρον ᾦκισεν», Θουκ.)2. αυτός που προκαλεί ζωηρή εντύπωση, κατάδηλος, καταφανής, ολοφάνερος («ὑπὲρ τῶν περιφανῶν ἀδικημάτων συγγνώμην ποιεῑσθε», Λυσ.).επίρρ...περιφανῶς ΝΜΑολοφάνερα.
Dictionary of Greek. 2013.